- ακμόθετον
- ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α)η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + -θετὸς < τίθημι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκμόθετον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμοθέτοιο — ἀκμόθετον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμοθέτου — ἀκμόθετον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμοθέτῳ — ἀκμόθετον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
ακμοθέσιον — το το ακμόθετον … Dictionary of Greek
ακμοθέτης — ο το ακμόθετον … Dictionary of Greek